Αυτός που αγάπησε τη μοναξιά

Μόλις μια γενιά πριν, πολλοί θεωρούσαν πως οι άνθρωποι που προτιμούσαν να ζουν μόνοι, ήταν αλλόκοτοι, παράξενοι, αποξενωμένοι. Κι εκεί μέσα στην άβυσσο της μοναξιάς τους, κινδύνευαν να παρασυρθούν σ’ έναν αρρωστημένο τρόπο ζωής.
Λανθασμένα είχαν ταυτίσει τη μοναξιά με τη δυστυχία, ίσως γιατί αγνοούσαν τη διαφορά της μοναξιάς από τη μοναχικότητα. Η πρώτη μας επιλέγει και στο άκουσμά της τρομάζουμε, ενώ τη δεύτερη την επιλέγουμε εμείς. Στην ερώτηση λοιπόν, αν μπορεί ένας άνθρωπος μόνος να νιώθει ευτυχισμένος, η απάντηση είναι ναι, ο μοναχικός. Αυτός που αγκάλιασε τη μοναξιά, ύστερα την αγάπησε και τώρα, από ευχαρίστηση, επιστρέφει κάθε τόσο στην ηρεμία του δικού του κενού.
Θα τον βρεις σ’ εκείνα τα φώτα που μένουν αναμμένα μέχρι να ξημερώσει, μέσα από κλειστά παράθυρα, σε παλιές πολυκατοικίες στην άκρη της πόλης. Φώτα από δωμάτια με γραφεία που πάνω τους κουβαλούν σημειώσεις ενός μυθιστορήματος που αφέθηκε στη μέση ή ενός ποιήματος που ξεκίνησε μ’ ένα κόμπο στο λαιμό. Δίπλα, η ίδια πάντα κούπα καφέ, παρέα συνεπής.
Θα τον δεις να χαμογελά πολύ και μάλιστα με την ψυχή του. Να συναναστρέφεται γνωστούς και φίλους δημιουργώντας, οξύμωρα, την εντύπωση του αθεράπευτα κοινωνικού. Κι οι κουβέντες του πάντα στοχευμένες. Ξέρει πότε δεν πρέπει να μιλήσει. Δεν έχει ανάγκη ούτε από κοινό, ούτε από χειροκρότημα. Οι δε προτάσεις του διαφορετικές, για κάτι ξεχασμένα αντίτυπα βιβλίων που ανακάλυψε, για μουσικές που δεν ακούγονται στα ραδιόφωνα, για ταινίες σε παλιά θερινά σινεμά. Κι εκεί που γυρνά μόνος στο σπίτι το βράδυ αργά, αν τον ρωτήσεις, θα σου πει πως είναι ευτυχισμένος. Γιατί είναι άνθρωπος που αγάπησε τη γλυκιά παραίτηση της μοναξιάς. Την απενοχοποίησε, τη μεταμόρφωσε σε δημιουργικότητα και πάνω σ’ αυτή στέριωσε τη ζωή του μένοντας πιστός στη διαφορετικότητα.
Κι αν τύχει καμιά φορά, η ανασφάλεια να τον διαπεράσει κάνοντας τα πόδια να τρέμουν και το στομάχι να σφίγγεται μέχρι να γίνει αλμυρά δάκρυα που κυλούν στο πρόσωπο, δεν ζητά κατανόηση από τους τρίτους. Ανασκουμπώνεται και συνεχίζει μόνος στο «αντίθετο ρεύμα». Ο κόσμος ο πολύς κι αδιάφορος περιορίζεται στη δική του επιλεκτική αντίληψη κατανοώντας μόνο οτιδήποτε δεν ξεφεύγει από τη σφαίρα της δικής του λογικής, όπου οι κάθε λογής ταμπέλες περί συναισθηματικής αναπηρίας δίνουν και παίρνουν, κι όπου η ανθρώπινη φύση είναι αυστηρά δυαδική, το ένα θεωρείται μισό και η ευτυχία ταυτίζεται με τους πολλούς.
Ο μοναχικός όμως, τόλμησε να αγαπήσει το συναίσθημα χώρια από τον άνθρωπο. Θεωρεί το ένα ολόκληρο. Συνειδητά ακέραιο. Αντιτίθεται στους πολέμιους της μοναξιάς του και την καλωσορίζει. Αυτή ανταποδίδει, τον κρατά από το χέρι και συνεχίζουν μαζί μέχρι όποτε…

Σχόλια